αδιατίμητος

αδιατίμητος
η , ο [ος , ον ] неоценённый; без твёрдой цены, расценки; без таксы, без тарифа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιατίμητος" в других словарях:

  • αδιατίμητος — η, ο [διατιμώ] αυτός για τον οποίο δεν έχει καθοριστεί διατίμηση, δηλαδή ορισμένη ανώτατη τιμή που επιβάλλεται από την Αγορανομία («αδιατίμητα είδη») …   Dictionary of Greek

  • αδιατίμητος — η, ο αυτός που δε διατιμήθηκε: Τα είδη πολυτελείας είναι αδιατίμητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεκτίμητος — η, ο 1. εκείνος του οποίου δεν ορίστηκε η τιμή, δεν έγινε εκτίμηση της αξίας του, αδιατίμητος 2. ατίμητος, πολύτιμος, υπερβολικά ακριβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκτιμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον δημοσιογράφο καί ιστορικό Ι. Φιλήμονα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»